- παραγράφει
- παραγράφωwrite by the sidepres ind mp 2nd sgπαραγράφωwrite by the sidepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαράγραπτος — η, ο (Α ἀπαράγραπτος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να παραγραφεί ή να αγνοηθεί, ο αναφαίρετος, ο απαράβατος … Dictionary of Greek
βούλευμα — Έτσι ονομάζεται στη νομική επιστήμη η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Αφορά ποινικές υποθέσεις που διεκπεραιώνονται χωρίς να φτάσουν στο ακροατήριο, δηλαδή σε κανονική δίκη, και άλλες που η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο γίνεται με β., το… … Dictionary of Greek
παραγράψιμος — η, ο / παραγράψιμος, ον, ΝΑ αυτός που μπορεί να παραγραφεί («παραγράψιμο αδίκημα») αρχ. αυτός που μπορεί να απορριφθεί ή αυτός που μπορεί να εξαιρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγράφω (πρβλ. μέλλ. παραγράφω) + κατάλ. ιμος (πρβλ. περιγράψ ιμος)] … Dictionary of Greek
υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… … Dictionary of Greek
υπότομος — ον, Α (για αδίκημα) αυτό που έχει παραγραφεί λόγω παρελεύσεως ορισμένου χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποτομ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. ὑποτέμνω + κατάλ. ος] … Dictionary of Greek
ποινικό μητρώο — Θεσμός του ποινικού δικαίου, ο οποίος διέπεται από τα άρθρα 573 580 ΚΠΔ και από μια σειρά οργανωτικών νόμων. Στο ποινικό μητρώο καταχωρίζονται οι ποινικές καταδίκες κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση της ποινικής συμπεριφοράς του… … Dictionary of Greek